ανάμα

ανάμα
το церк, вино для причастия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάμα" в других словарях:

  • ανάμα — το (προτακτ. α + νάμα = τρεχούμενο νερό), το κρασί της αγίας μετάληψης: Πήγα στην εκκλησία λίγο λάδι και λίγο ανάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμαρυκωμένων — ἀναμαρυκάομαι pres part mp fem gen pl ἀναμαρυκάομαι pres part mp masc/neut gen pl ἀναμᾱρυκωμένων , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres part mp fem gen pl (doric) ἀναμᾱρυκωμένων , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres part mp masc/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρυκῶμαι — ἀναμαρυκάομαι pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀναμαρυκάομαι pres ind mp 1st sg ἀναμαρυκάομαι pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀναμᾱρυκῶμαι , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἀναμᾱρυκῶμαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρυκῶνται — ἀναμαρυκάομαι pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) ἀναμαρυκάομαι pres ind mp 3rd pl ἀναμαρυκάομαι pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) ἀναμᾱρυκῶνται , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρυκώμενον — ἀναμαρυκάομαι pres part mp masc acc sg ἀναμαρυκάομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀναμᾱρυκώμενον , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres part mp masc acc sg (doric) ἀναμᾱρυκώμενον , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres part mp neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMA — Graece Α῎μη, Latine Batillus, seu potius Vatillum. Duas autem res ἄμη significabat, olim apud Graecos, et instrumentum fossorium cui simile est et illud quod ad ignem paratum est, et vas tenendae aquae aptum, sicut plane et σκάφν et σναφεῖον: nam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νάμα — και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν) νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα τού Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ. β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.) 2. (κατ επέκτ.) πηγή, βρύση 3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή… …   Dictionary of Greek

  • νάμα — το, ατος 1. το νερό της πηγής. 2. καθετί που τρέχει άφθονο: Νάματα δακρύων. 3. υγρό με θεραπευτικές ή υπερφυσικές ιδιότητες. 4. το κρασί για τη θεία κοινωνία, αλλ. ανάμα. 5. μτφ., ιδέα, γνώση: Νάματα θεογνωσίας, παιδείας, σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμαρυκᾶσθαι — ἀναμαρυκάομαι pres inf mp ἀναμᾱρυκᾶσθαι , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres inf mp (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρυκώμενοι — ἀναμαρυκάομαι pres part mp masc nom/voc pl ἀναμᾱρυκώμενοι , ἀναμηρυκάομαι chew the cud pres part mp masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»